- ἐνίπλειος
- ἔμπλεοςquite full ofmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενίπλειος — ἐνίπλειος, ον και ἐνίπλειος, η, ον επικ. τ. τοὺ ἔμπλεος*, έμπλεως* … Dictionary of Greek
έμπλεος — α, ο (AM ἔμπλεος, α, ον Α και ἔμπλεως, ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, η, ον 1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα αρχ. φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» παραφουσκωμένος από εγωισμό … Dictionary of Greek
ARGUS — I. ARGUS Arestoris fil. unde Arestorides Ovidio dicitur, Met. l. 1. v. 624. Donec Arestoride servandam tradidit Argo. Apollodorus, l. 2. de Argo, ὅν Α᾿σκληπιάδης μὲν Α᾿ρέςτορος λέγει υἱὸν, Φερεκύδης δὲ Ι᾿νάχου. Idem tamen alibi Agenoris filium… … Hofmann J. Lexicon universale
κυνοραιστής — και κυνορ(ρ)αίστης και κυνοραϊστής, ο (Α κυνοραιστής, οῡ) παράσιτο τών σκύλων, κρότωνας, τσιμπούρι («ἔνθα κύων κεῑτ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ρ(ρ)αίστης / ρ(ρ)αϊστής (< ραίω «συντρίβω, καταστρέφω») πρβλ … Dictionary of Greek